- ντιλεταντισμός
- οβλ. διλεταντισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. dilettantism < dilettante «ερασιτέχνης» + κατάλ. -ισμός*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ντιλεταντισμός — ο ερασιτεχνισμός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διλεταντισμός — και ντιλεταντισμός, ο η ιδιότητα τού διλετάντη, ο ερασιτεχνισμός … Dictionary of Greek